03/07/2018

Πόση νοσταλγία είναι αρκετή (πριν από την ανακύκλωση);

Ομολογώ ότι ποτέ δεν μου άρεσαν τα βινύλια. Μεγάλο άβολο μέγεθος, λίγα τραγούδια ανά πλευρά, ανάγκη για προσοχή, αγάπη, φροντίδα και κρεμούλα, γρατζουνίσματα, περιορισμένη δυναμική περιοχή, θόρυβος, περιορισμένη απόκριση συχνότητας, δραματική ποιότητα κατασκευής εγχώριων δίσκων, κριτς - κρατς - πλοπ, διαρκώς μειούμενη ποιότητα αναπαραγωγής με συνεχή παιξίματα, πηδήματα και κολλήματα βελόνας στα πάρτυ, όχι δυνατότητα εγγραφής, στατικός ηλεκτρισμός – μαγνήτης σκόνης. Για να μην αναφερθούμε στα πικάπ. Antiskating, overhang, γωνία ανάγνωσης τοποθέτηση σε σταθερό επίπεδο, αναρτήσεις, υλικά πλατώ και διάφορα άλλα που δεν θυμάμαι. Αμέτρητες ώρες διασκέδασης πειράγματος / ρυθμίσεων / βελτιστοποίησης με τα Linn Sondek και τα Thorens. Σιγά Ivor μην σε ακούγαμε και αφήναμε το Sondek απείραχτο…
Ήμουν όμως φανατικός οπαδός της κασέτας. Ανθεκτική στην κακομεταχείριση, περισσότερα τραγούδια ανά πλευρά, ίδια ποιότητα σε συνεχή παιξίματα, δυνατότητα εγγραφής, φορητότητα με την εμφάνιση του εμβληματικού Walkman, ικανοποιητική απόδοση μετά από συνεχή εξέλιξη της τεχνολογίας της με τις κασέτες καθαρού μετάλλου και τα Dolby S και HX Pro. Βλέπετε το Internet δεν υπήρχε πάντα και όσοι ενδιαφερόμαστε για νέα μουσική είχαμε το ραδιόφωνο και την εγγραφή κασετών. Αρχικά στην Ελλάδα «ο Πετρίδης» τα μεσημέρια, και μετά στην Εσπερία το BBC Radio 1, το Capital Radio London, το Top of the Pops, το Chart Show και το Tube έδειχναν τις μουσικές τάσεις στους νέους μουσικόφιλους της εποχής.
Μετά ήρθε το CD. Άθραυστο. Έχω ακόμα CD τριακονταετίας που έχουν χρησιμοποιηθεί σαν σουβεράκια και frisby και δουλεύουν μία χαρά. Απίστευτη δυναμική περιοχή, απουσία θορύβου, απόκριση συχνότητας ευθεία γραμμή, ακόμα περισσότερα τραγούδια ανά δίσκο, εγγραφή …και σιντίλα: όλα τα παρατράγουδα της ψηφιακής εγγραφής και αναπαραγωγής που όμως αντιμετωπίστηκαν τα τελευταία χρόνια με τα κατάλληλα φίλτρα, DAC και κωδικοποιήσεις. Να σας προλάβω: Σίγουρα το CD δεν προσφέρει πάντα σωστό μουσικό ήχο και γιαυτό εδώ και χρόνια ψάχνω τα απανταχού SHM-CD, τις ηχογραφήσεις και παραγωγές των Telarc, MFSL και άλλων και τα DVD-Audio, SA-CD και Blu-ray Audio. Πάντως η επιλογή μεταξύ βινυλίου και CD ήταν «αυτόματη». Ξανά λοιπόν η αγορά της μουσικής συλλογής σε CD. Δεν ξέρω πόσες φορές έχω αγοράσει τους Led Zeppelin. Βινύλιο ελληνικό, βινύλιο εισαγωγής, CD, CD remastered, CD Deluxe Edition – ψηφιακά αρχεία Hi-Res Audio. Μάλιστα είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα ακολουθήσει η αγορά και των ψηφιακών αρχείων MQA. Παρόλα αυτά εξακολούθησα να χρησιμοποιώ κασέτες. Βλέπετε ήμουν τυχερός να έχω, τις ηρωικές παλιές εποχές, το καλύτερο κασετόφωνο σε ποιότητα ήχου που κατασκευάστηκε ποτέ, το Pioneer CT-S830S. Τρείς κεφαλές, τρία μοτέρ, Dolby B, C, S, HX Pro, αυτόματη ρύθμιση πόλωσης και ισοστάθμισης και ποιότητα ήχου που δύσκολα ξεχώριζε από το CD. Όμως στην πράξη το κασετόφωνο χρησιμοποιούταν όλο και λιγότερο μέχρι που έλιωσαν οι ιμάντες του από την αχρησία και την πολυκαιρία. Οι προσπάθειες αναβίωσης δεν απέδωσαν, έτσι πήρε την άγουσα για την ανακύκλωση. Επίσης με βαριά καρδιά οι κασέτες καθαρού μετάλλου πήραν την ίδια άγουσα με τα βινύλια και χαριστήκανε σε ανθρώπους που τα θέλανε.
Τρεις από τις καλύτερες ποιοτικά και μουσικά κασέτες που εμφανίστηκαν ποτέ στην αγορά: Sony Super Metal Master με κεραμικό κέλυφος και αλουμινένια θήκη(!!!). TDK MA-XG, ωδή σε μέταλο και πλαστικό. Maxell Metal Vertex με "Antimodulation Noise Cassette Mechanism, Three Piece Construction και Techno-Silver Back Coat". Πάνβαρη!
Όπως όμως πολύ καλά γνωρίζετε, η εξέλιξη στα μέσα αποθήκευσης και διάδοσης της μουσικής δεν σταμάτησε εκεί. Τα ψηφιακά αρχεία στην φόρμα mp3 και flac επικράτησαν στην αγορά και γενικά στην νόμιμη και παράνομη πιάτσα. Τα πλεονεκτήματα τους πολλά: μικρό μέγεθος αρχείου, ανεκτή ποιότητα ήχου των mp3 ειδικά στα φορητά μέσα, ποιότητα CD στα flac, ποιότητα στούντιο ηχογράφησης για τα Hi-Res Audio, εξαιρετική ευκολία διαχείρισης μιας και πρόκειται απλά για ψηφιακά αρχεία. «Ριπάρισμα» λοιπόν των CD σε mp3 και flac και αποθήκευση τους στο «κιβώτιο».
Σε αυτό το σημείο, κάποιοι θα αναφέρουν ότι τα ψηφιακά αρχεία μουσικής πεθαίνουν με αργό θάνατο. Θα απαντήσω ότι δεν έχω ακόμα πειστεί από τις υπηρεσίες ροής μουσικής: Δεν μπορώ να ανεχτώ ακόμα και την καλύτερη ποιότητα του Spotify. Γρατζουνάει τα αυτιά και κουράζει. Χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν κόλπα/φίλτρα/μετα-επεξεργασίες όπως Dolby Atmos ή οι χιλιάδες ρυθμίσεις του Jet Audio για να γίνει η ποιότητα ήχου έστω και λίγο εύπεπτη. Η ηχητική ποιότητα του Spotify μπορεί να ικανοποιεί τους teenagers-on-the-go αλλά δεν μπορεί να σταθεί σε σοβαρή ακρόαση. Αφήστε δε το Tidal: Επιεικώς πρωτόγονη εφαρμογή διαχείρισης, ειδικό βάρος στα είδη μουσικής που ταιριάζουν στους μετόχους του, ακόμα και αρχεία μαϊμού που αναφέρονται σαν να προσφέρουν μη απωλεστική συμπίεση ενώ είναι στην πραγματικότητα καρα-συμπιεσμένα mp3. Το χειρότερο όμως για τους οπαδούς της ηχητικής ποιότητας είναι η σχετικά περίεργη/περιορισμένη επιλογή από τραγούδια ποιότητας Master. Φυσικά δεν βοηθάει και το γεγονός ότι το Tidal είναι ακόμα η μόνη πλατφόρμα που υποστηρίζει ροή μουσικής κωδικοποιημένης κατά MQA, απαιτώντας μάλιστα ικανό κόστος για την εν λόγω ποιότητα. Ίσως στο μέλλον λοιπόν, αν και δεν μπορώ ακόμα να συμβιβαστώ με την ιδέα του να νοικιάζω και όχι να αγοράζω την μουσική που ακούω. Για περιστασιακή ακρόαση «υπόβαθρου» υπάρχουν παραδοσιακές δωρεάν λύσεις όπως το ραδιόφωνο (ιντερνετικό και μη) και το Spotify.

Κάπου εδώ όμως συνέβη το αναπάντεχο και το περίεργο: η αναβίωση του βινυλίου που είχε θαφτεί με τιμές πριν από μία εικοσαετία. Παραδέχομαι ότι τα σημερινά πικάπ αποτελούν μικρά θαυματάκια μηχανικής κατασκευής αλλά γιατί; Όταν έχουμε Hi-Res Audio με αστρονομικά DAC τι χρειαζόμαστε τα βινύλια; Σας παρακαλώ, μην μου πείτε ότι τα βινύλια ακούγονται καλύτερα. Αν θέλετε πραγματικό «αναλογικό ήχο» υιοθετήστε τις μπομπίνες. Ανάλογα στην εικόνα, τα ψηφιακά DVD αντικατέστησαν επάξια τα αναλογικά Laserdisc και τις βιντεοκασέτες, τα Blu-ray αντικατέστησαν το DVD και σήμερα φτάσαμε στο Ultra HD Blu-ray. Δεν γύρισε κανένας πίσω στο Laserdisc και στην βιντεοκασέτα.
Υποψιάζομαι ότι οι περισσότερες χρήσεις των πικάπ εντάσσονται στην κατηγορία «νοσταλγία» τύπου Pioneer CT-S830S που πέρασα και εγώ. Έχω μάθει ότι στην ακρόαση μουσικής υπάρχουν πολλές διιστάμενες και αντικρουόμενες απόψεις υποκειμενικές και μη. Έτσι είμαι σίγουρος ότι για να υπάρχουν αυτά τα προϊόντα στην αγορά, υπάρχουν και άνθρωποι που τα ασπάζονται και τα αγοράζουν. Όμως αν δούμε τα πράγματα με την λογική και όχι το συναίσθημα, δεν υπάρχει, εν έτει 2018, λόγος ύπαρξης πικάπ, κασετοφώνων, βινυλίων και κασετών. Όπως δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης βιντεοκασετών και Laserdisc.  Ίσως - ίσως αρχίζει να μην υπάρχει λόγος ύπαρξης για το CD. Κοιτάξτε τι γίνεται με το streaming. Θα κρατήσω μόνο μία επιφύλαξη για τα ανακατασκευασμένα μπομπινόφωνα μιας και αυτά προσφέρουν τον πιο «γλυκό» ήχο που είναι δυνατόν να ακούσει κάποιος. Μία ακόμα περίπτωση νοσταλγίας; Μπορεί, ίσως, σίγουρα. Η ευκολία χρήσης και διαχείρισης των ψηφιακών αρχείων ξεπερνάει κάθε φυσικό μέσο. Η μυρωδιά της «φρέσκιας» κασέτας καθαρού μετάλλου όταν άνοιγε η συσκευασία είναι κάτι που δεν θα το ξαναζήσουμε και είμαστε τυχεροί εμείς που το ζήσαμε. Γιατί λοιπόν το φατσοβιβλίο μου στέλνει ακόμα συχνά - πυκνά φωτογραφίες από πικάπ; Δεν θα πάρω, το χάρισα το Thorens Superized πριν χρόνια. Φυσικά με ανταλλακτικό ιμάντα και ανταλλακτική βελόνα για την Stanton. Εμ πως.