01/01/2015

CD το αειθαλές: Αναμνήσεις από την ιστορία του πρώτου ψηφιακού μέσου

(Προσαρμογή από αρχικές δημοσιεύσεις στα περιοδικά RAM, HiTECH και ήχος εικόνα) 

Υποκύπτοντας από teenager ακόμα στον ανίατο ιό της χαϊφιντελίτιδας, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κυνήγησα το όνειρό μου στην Εσπερία για να σπουδάσω Ηλεκτρονικός Μηχανικός. Βλέπετε όλα τα τεκταινόμενα στην σκηνή της υψηλής πιστότητας ελάμβαναν χώρα κυρίως στην Αγγλία, και ειδικότερα στο Λονδίνο που αποτελούσε το κέντρο των εξελίξεων. Μαζί με άλλους χίλιους «τρελούς», μέσω των συναντήσεων του AES (Audio Engineering Society), μέσω ακροάσεων σε ειδικούς χώρους – καταστήματα αλλά ακόμα και από τις «βιτρίνες» της Tottenham Court Road, είχα πρόσβαση σε ονειρικά μηχανήματα και ήχους. Πέρασα δε άπειρες ώρες διαβάζοντας περιοδικά σαν το Hi-Fi News και το Gramophone και συζητώντας για τον «σωστό» ήχο, την σημασία των μετρήσεων, και άλλα συναφή θέματα που μόνο οι άρρωστα φανατικοί του είδους θα μπορούσαν να ασχοληθούν.
Συχνά τότε οι συζητήσεις αναφέρονταν στις «ψηφιακές ηχογραφήσεις». Η λογική ήταν ότι στις ψηφιακές ηχογραφήσεις δεν υπάρχει μείωση της ποιότητας του σήματος κατά την μετέπειτα επεξεργασία. Επίσης «ενοχλητικά παρατράγουδα» όπως ο θόρυβος και η παραμόρφωση ήταν σημαντικά μειωμένα. Το ραδιόφωνο σαν μέσο μετάδοσης μουσικής στην Εσπερία διέθετε τότε απίστευτη ποιότητα ήχου και συχνότατα οι εξωτερικές ηχογραφήσεις ήταν ψηφιακές με ειδικούς μετατροπείς και αποθήκευση στο μόνο μέσο που διέθετε το εύρος φάσματος γιαυτή την δουλειά: την βιντεοκασέτα.
Μηχανήματα όπως το Sony PCM-F1 με αποθήκευση σε βιντεοκασέτα Beta έχουν μείνει στην ιστορία γιατί «έριχνε στα αυτιά» σε ποιότητα συγκρινόμενο με κασετόφωνα επιπέδου Nakamichi Dragon. Σκεφτείτε βέβαια ότι μιλάμε για εποχές προ Dolby S και HX Pro όπου ακόμα και οι κασέτες καθαρού μετάλλου θεωρούντο καινοτομία.
Συχνά - πυκνά επίσης έφταναν νέα για την ανάπτυξη μαγνητο-οπτικών δίσκων για χρήση αποθήκευσης των ψηφιακών ηχογραφήσεων και την εύκολη διάδοση τους στην αγορά. Ακουγόντουσαν τα ονόματα των συνήθων υπόπτων όπως των Philips, Sony, Pioneer, NEC και άλλων. Φανταστείτε λοιπόν το ειδικό βάρος που απέκτησε η ανακοίνωση της συνεργασίας της Philips με την Sony για την ανάπτυξη ενός καθαρά οπτικού δίσκου, του CD, όπου η μουσική θα αποθηκευόταν σε ψηφιακή μορφή. Πράγματι η παραγωγή των δίσκων αλλά και των players Compact Disc ξεκίνησε στα τέλη του 1982 στοχεύοντας αρχικά τους εραστές της κλασικής μουσικής.
Πριν την αναφορά όμως στην εξέλιξη του CD αυτού - καθευτού έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε μερικές ιστορικές λεπτομέρειες γύρω από την διαδικασία ανάπτυξης του.
Πρώτα – πρώτα το όνομα του, το οποίο φυσικά ήταν συνέχεια του πολύ πετυχημένου Compact Cassette. To μέγεθος του δίσκου υποδείχθηκε από την Philips η οποία θεώρησε ότι δεν έπρεπε να ήταν μεγαλύτερο από αυτό μιας κασέτας. Τελικά κατέληξε μισό εκατοστό μεγαλύτερο από την διάσταση της διαγωνίου της κασέτας. Η συχνότητα δειγματοληψίας στα 44,1 kHz υποδείχθηκε από τα χαρακτηριστικά της βιντεοκασέτας που χρησιμοποιούταν για την αποθήκευση των ψηφιακών ηχογραφήσεων. Η θεωρία αναφέρει ότι η συχνότητα δειγματοληψίας πρέπει να είναι τουλάχιστον διπλάσια από την μέγιστη συχνότητα του σήματος (20 kHz -> 40 kHz) αλλά τότε η δυσκολία (αλλά πρακτικά και η πηγή πολλών προβλημάτων για χρόνια) πήγαζε από την ανάγκη για ειδικά ψηφιακά φίλτρα που θα «απέρριπταν» μεγαλύτερες συχνότητες. Η δειγματοληψία των 16 bit υποδείχθηκε από την Sony για να υπάρχει καλύτερη διαχείριση των ψηφιακών δεδομένων που διαχειρίζονται φυσικά τα δεδομένα σε bytes (1 byte=8bit). Αυτό όμως αποφασίστηκε σε μία εποχή όπου οι ψηφιοαναλογικοί μετατροπείς της Philips δούλευαν στα 14 bit και έτσι τα πρώτα players της Philips διέθεταν τσιπ των 14 bit. Η μνήμη του 1 Μbit που υποδείχθηκε από την Sony ήταν αρχικά τόσο ακριβή που τα πρώτα players είχαν κόστος ένα ολοστρόγγυλο χιλιάρικο (σε λίρες, δολάρια ή ότι άλλο). Η μέγιστη χωρητικότητα και ο χρόνος αναπαραγωγής υποδείχθηκαν από τις διαστάσεις και την εφικτή αποτύπωση της πληροφορίας εκείνη την εποχή και όχι από το γεγονός ότι έπρεπε να «χωρέσει» την Ενάτη του Μπετόβεν. Αυτό ήταν ένα εύρημα κάποιου ευφυούς μαρκετινίστικου μυαλού της Philips. Μάλιστα ο αρχικός στόχος που αφορούσε την διάρκεια μιλούσε μόλις για 60 λεπτά. Τέλος δεν χρησιμοποιήθηκε κάποιο είδος ειδικής προστασίας ενάντια στην αντιγραφή γιατί οι αρχικοί σχεδιαστές δεν είχαν προβλέψει την χρήση του CD σε υπολογιστές για αποθήκευση δεδομένων αλλά ούτε και την έλευση του εγγράψιμου CD. Τόσο δύσκολο ήταν το αρχικό εγχείρημα που ήταν αδιανόητο τότε το ότι θα μπορούσαν οι υπολογιστές να διαχειριστούν τόσο μεγάλο όγκο δεδομένων: η χωρητικότητα των δίσκων CD ξεπερνούσε κατά πολύ την χωρητικότητα των σκληρών δίσκων.
Ο ήχος
Φυσικά οι εξελίξεις όχι μόνο «τους πρόλαβαν» αλλά ξεπέρασαν κατά πολύ τις αρχικές προσδοκίες. Μόλις το 1988 οι πωλήσεις CD players και δίσκων CD ξεπέρασαν τις αντίστοιχες πωλήσεις πικάπ και δίσκων βινυλίου. Η αρχική προώθηση του μέσου βασιζόταν σε χαρακτηριστικά όπως το ότι το CD ήταν άφθαρτο όση κακομεταχείριση και αν δεχόταν, χαρακτηριστικές ήταν οι διαφημίσεις όπου χρησιμοποιούσαν CD σαν σουβεράκια ή φρίσμπι. Επίσης το CD διέθετε τέλειο ήχο μιας και οι προδιαγραφές του με δυναμική περιοχή 90-120 dB, απόκριση συχνότητας σαν «επίπεδη γραμμή» από τα 20 Hz μέχρι τα 20 kHz και αρμονική παραμόρφωση στο τρίτο δεκαδικό ψηφίο, ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτές των δίσκων βινυλίου και των κασετών. Στην πράξη όμως οι αγοραστές έβρισκαν μπροστά τους μία διαφορετική εικόνα: οι δίσκοι CD ήταν απείρως πιο ανθεκτικοί από τα άλλα μέσα αλλά δεν ήταν άφθαρτοι και χρειαζόντουσαν μία στοιχειώδη προσοχή για να μην χαραχθούν: Λόγω του πάχους του προστατευτικού πολυανθρακικού υλικού, το κάτω μέρος του CD όπου διαβάζει το laser αντέχει πολύ περισσότερο στην κακομεταχείριση από ότι το επάνω μεταλλικό μέρος το οποίο διαθέτει ένα πολύ λεπτό στρώμα προστασίας. Βέβαια το μεγάλο πλεονέκτημα εδώ είναι ότι οι δίσκοι CD δεν φθείρονται όσες φορές και να παίξουν μιας και δεν υπάρχει κάποια φυσική επαφή της δέσμης του laser με το δίσκο. Προσωπικά διαθέτω δίσκους CD ηλικίας 30 ετών που ακόμα παίζουν άψογα. Αντίθετα οι δίσκοι βινυλίου αρχίζουν να χάνουν την «λάμψη» τους μετά από 20 και κάτι παιξίματα.
Η ποιότητα ήχου του CD έχει περάσει τα σαράντα κύματα και έχει αποκτήσει και δικό της επιθετικό προσδιορισμό: «σιντίλα». Τα αρχικά CD players της Sony διέθεταν τόσο λαμπρό ήχο που χρειαζόταν κανείς γυαλιά ηλίου στην ακρόαση. Τα αρχικά CD player της Philips είχαν ένα πέπλο (τα 14 bit;) που ούτε οι ειδικές εκδόσεις της Meridian μπορούσαν να διώξουν. Όλα αυτά φυσικά συνέβαιναν γιατί οι ψηφιοαναλογικοί μετατροπείς και τα ψηφιακά φίλτρα εισήγαγαν τις δικές τους «ψηφιακές» παραμορφώσεις. Πέρασαν χρόνια και χρειάστηκε η προσπάθεια και η βοήθεια των εξειδικευμένων εταιριών και χρυσών αυτιών για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Οι ηχογραφήσεις επίσης που προορίζονταν για το νέο μέσο είχαν διαφορετικές απαιτήσεις και δεξιότητες που έπρεπε να ανακαλύψουν οι ηχολήπτες. Ατέλειες που στα 60 dB της δυναμικής περιοχής και των 15 kHz της απόκρισης συχνότητας των δίσκων βινυλίου δεν ήταν ακουστές, «έκαναν μπαμ» στο CD.
Όπως και να έχει το θέμα, η μεγαλύτερη ευχρηστία του CD επικράτησε και μία ολόκληρη βιομηχανία παραγωγής πικάπ και δίσκων συρρικνώθηκε  στα επίπεδα της «ειδικής λύσης». Εταιρείες όπως η Linn, Oracle, Thorens, Dual, AR, Rega και άλλες στα πικάπ, SME, Grace στους βραχίονες, Koetsu, Dynavector, Stanton, Shure, Ortofon και άλλες στις κεφαλές αναγκάστηκαν να αλλάξουν άρδην τα σχέδια τους για το μέλλον προτού χαθούν. Άλλες τα κατάφεραν, άλλες όχι. Το σίγουρο όμως είναι ότι ο ερχομός του CD επέδρασε θετικά στους ενισχυτές και τα ηχεία μιας και η υπόλοιπη αλυσίδα αναπαραγωγής έπρεπε να υποστηρίξει σωστά την μεγαλύτερη δυναμική περιοχή, την πιο εκτεταμένη απόκριση συχνότητας και τις μικρότερες παραμορφώσεις.
Τα χρωματιστά βιβλία
Η μεγαλύτερη επιτυχία του CD δεν έχει να κάνει με το έτοιμο «πρεσαριστό» CD μουσικής αλλά με την χρήση του CD σαν μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή αρχικά και με την εμφάνιση των εγγράψιμων και των επανεγγράψιμων CD μετέπειτα. Για να υποστηριχθούν αυτές οι λειτουργίες επινοήθηκαν νέα στάνταρτ με την μορφή των χρωματιστών βιβλίων. 
Κόκκινο Βιβλίο (Red Book) 
Ιστορικά έχουμε πρώτα το Κόκκινο Βιβλίο (Red Book) που περιέχει τις προδιαγραφές του CD μουσικής ή Audio CD ή CD-DA (Digital Audio). Χρησιμοποιείται μόνο για την αποθήκευση μουσικής και προδιαγράφει δύο πολύ βασικά στοιχεία που μέχρι σήμερα ακολουθούν την πλειονότητα των δίσκων CD:

  • το πρώτο είναι η μικρότερη προσπελάσιμη μονάδα χρόνου (1/75 του δευτερόλεπτου) που ορίζεται σαν sector ή block και περιέχει 2352 bytes δεδομένων,
  • το δεύτερο είναι το σύστημα αρχείων, ένα σημείο που έχει δημιουργήσει τα περισσότερα προβλήματα στην εγγραφή των CD: η αρχική προδιαγραφή δεν έλαβε υπόψη της την εγγραφή στον δίσκο CD, αλλά μόνο την δημιουργία του βιομηχανικά με εκτυπωτικές μεθόδους. Η συχνότητα δειγματοληψίας του CD-DA είναι 44,1kHz με κωδικοποίηση PCM στα 16bits. Ο μέγιστος αριθμός τραγουδιών ή διαφορετικών tracks είναι 99. Ο μέγιστος χρόνος διάρκειας ενός CD μουσικής ορίζεται σαν 74 λεπτά αν και πολλά CD μουσικής ξεπερνούν αυτήν την διάρκεια.

Η διόρθωση λαθών, που προέρχονται από ατέλειες στην επιφάνεια του δίσκου, επιτυγχάνεται με την μέθοδο CIRC. Ειδικά κυκλώματα στην μονάδα ανάγνωσης αντισταθμίζουν και “διορθώνουν” τα λάθη λόγω απουσίας ή κακής ανάγνωσης κάποιων bits. Θεωρητικά το αυτί “συγχωρεί” και δεν καταλαβαίνει γενικά την διαφορά.
Κίτρινο Βιβλίο (Yellow Book) CD-ROM
Δημιουργήθηκε το 1985 από το ISO (International Standards Organisation). Απαντάται και σαν ISO 10149. Περιγράφει την λειτουργία του CD για την αποθήκευση δεδομένων υπολογιστή στην μορφή του CD-ROM. Η βασική πρώτη διαφορά του από το Κόκκινο Βιβλίο είναι ότι επιτρέπει την πραγματικά τυχαία πρόσβαση σε οποιοδήποτε σημείο του δίσκου CD-ROM. Επίσης περιγράφει τις φυσικές ιδιότητες του δίσκου, πως αποθηκεύονται τα δεδομένα και πως διορθώνονται τα λάθη ανάγνωσης.
Η προδιαγραφή παίρνει υπόψη της τα διαφορετικά λειτουργικά συστήματα που χρειάζεται να υποστηρίξει. Μία ομάδα κατασκευαστών συμφώνησαν στο στάνταρντ High Sierra που ονομάστηκε έτσι από το ξενοδοχείο όπου έγινε η συνάντησή τους. Αργότερα το ISO αποδέχτηκε μία έκδοση με μικρές μετατροπές που ονομάστηκε ISO 9660.
Το ISO 9660 ορίζει την δομή και την οργάνωση των δεδομένων. Αν ένας δίσκος έχει γραφτεί σύμφωνα με το στάνταρντ ISO 9660 μπορεί να διαβαστεί από οποιαδήποτε μονάδα είναι συμβατή με το ISO 9660 ανεξάρτητα με το αν αυτή η μονάδα είναι συνδεδεμένη σε ένα PC ή σε ένα Mac ή σε ένα PC με Linux. Το ISO 9660 χρησιμοποιεί ένα στάνταρντ σύστημα αρχείων που μοιάζει πολύ με αυτό του DOS στο ότι χρησιμοποιεί μία ιεραρχική δενδροειδή δομή καταλόγων που μπορεί να φθάσει μέχρι οκτώ επίπεδα. Τα δεδομένα γράφονται στο CD-ROM συνεχόμενα για να μην υπάρχει καθυστέρηση κατά την ανάκτησή τους μιας και οι χρόνοι προσπέλασης στο CD-ROM είναι πολύ αργότεροι από ότι σε ένα σκληρό δίσκο. Τα ονόματα των αρχείων μπορούν να έχουν το πολύ οκτώ γράμματα στο όνομα τους και τρία γράμματα στην επέκταση τους, όλα κεφαλαία. Επίσης μπορούν να περιέχουν και τον αριθμό έκδοσης. Αυτή η αρχική προδιαγραφή της φόρμας αρχείων ονομάζεται ISO 9660 επιπέδου 1. Πέρα από αυτήν την βασική συμβατότητα μεταξύ όλων των πλατφορμών, υπάρχει πλέον και η σχεδόν παγκόσμια φόρμα UDF που ακολουθούν οι δίσκοι CD-ReWritable και οι δίσκοι DVD. Εδώ λύνονται τελείως τα προβλήματα της εγγραφής στον δίσκο CD μιας και από την αρχή υπάρχει μνεία για αυτήν ακριβώς την εργασία. Η φόρμα UDF συνεργάζεται με την μέθοδο εγγραφής που λέγεται Packet Writing ή Incremental Packet Writing και που αναγκαστικά πρέπει να υποστηρίζεται από την μονάδα εγγραφής CD. Ένας συγκεκριμένος δίσκος CD-ROM είναι δυνατόν να περιέχει φόρμα αρχείων ISO 9660 και FΑΤ ή οποιοδήποτε άλλο σύστημα αρχείων φτιάχνοντας ένα hybrid (υβριδικό) CD. Υπάρχει και η περίπτωση των λεγόμενων δίσκων Mixed Mode, όπου έχουμε στον ίδιο δίσκο δεδομένα υπολογιστή και μουσική. Έτσι οι δίσκοι CD Extra είναι δίσκοι μουσικής με πρόσθετα περιεχόμενα δεδομένων υπολογιστή. 
CD-ROM ΧΑ (Εxtended Architecture)
To 1989 η Philips, η Sony και η Microsoft πρότειναν το CD-ROM ΧΑ που έρχεται να ολοκληρώσει τις ικανότητες δεδομένων, ήχου και βίντεο σε ένα δίσκο CD. Είναι η βάση των ικανοτήτων Πολυμέσων των σημερινών CD-ROM και επίσης η γέφυρα μεταξύ του CD-ROM και του CD-i.
Εδώ μπορούν να «συνυπάρχουν» διαφορετικά είδη δεδομένων (δεδομένα υπολογιστή, μουσική και βίντεο) με αναπαραγωγή τους την «ίδια στιγμή». Στα CD-ROM ΧΑ ο ήχος γράφεται συνήθως σε συμπιεσμένη μορφή σύμφωνα με την αρχή ADPCM (Adaptive Differential Pulse Code Modulation). Η μέγιστη συμπίεση που μπορεί να επιτευχθεί είναι περίπου 16 φορές σε σχέση με τον ήχο του Κόκκινου Βιβλίου και η μέγιστη χωρητικότητα ενός CD ΧΑ μπορεί να φθάσει τις 20 ώρες μονοφωνικού σήματος.
Πράσινο Βιβλίο (Green Book): CD-I (Interactive)
Το Κίτρινο Βιβλίο και ειδικότερα το CD-ROM ΧΑ μαζί με το ISO 9660 έφθασαν πολύ κοντά στο να εξασφαλίσουν μία βασική συμβατότητα και να δώσουν παράλληλα στοιχεία Πολυμέσων στο δίσκο CD. Όμως δεν περιέγραφαν κάποιο στάνταρντ Αμφίδρομων (Interactive) Πολυμέσων όπου οποιοσδήποτε δίσκος θα έπαιζε σε οποιοδήποτε μηχάνημα. Έτσι το 1988 η Philips παρουσίασε το Πράσινο Βιβλίο για την προδιαγραφή CD-Interactive ή CD-I. Αυτή η προδιαγραφή καλύπτει όχι μόνο την φόρμα των δεδομένων στον δίσκο CD αλλά και τον εξοπλισμό που χρειάζεται από πλευράς μηχανήματος για να υποστηριχθεί το CD-Ι. Έτσι έχουμε ειδική μνεία για τον επεξεργαστή, την μνήμη, το λειτουργικό σύστημα, τους ελεγκτές ήχου και εικόνας και τις τεχνικές συμπίεσης της μουσικής και του βίντεο. Η συσκευή ανάγνωσης των δίσκων είναι συνήθως αυτόνομη και συνδέεται με την τηλεόραση. Σήμερα το CD-I μαζί με τα συγγενή CD-I Ready και CD-Bridge δεν χρησιμοποιούνται ευρέως και τα αναφέρουμε για ιστορικούς λόγους.
Πορτοκαλί Βιβλίο (Orange Book): CD-R (Recordable)
Το Πορτοκαλί Βιβλίο περιγράφει την λειτουργία των μαγνητο-oπτικών μέσων (CD-ΜΟ, Compact Disc Magneto-optical), του εγγράψιμου CD (CD-WO, CD Write Once ή CD-R, CD-Recordable) και του επανεγγράψιμου CD-RW (CD-ReWritable). Δημιουργήθηκε το 1990 από την Philips και την Sony. Το Orange Book Part IΙ περιλαμβάνει την προδιαγραφή του εγγράψιμου CD (CD-WO, CD Write Once) ή του πιο κοινά αναφερόμενου σαν CD-R, CD-Recordable. Η προδιαγραφή CD-R είναι ένα σημαντικό εργαλείο δημιουργίας δίσκων CD-ROM ή CD-DA σχεδόν σε οποιοδήποτε στάνταρντ ή χρώμα βιβλίου θελήσουμε. Όπως προδίδει το όνομα της, η προδιαγραφή αυτή αφορά δίσκους που μπορούν να γραφτούν μόνο μία φορά και που γενικά ονομάζονται CD-Recordable. Η εγγραφή μπορεί να γίνει όλη μαζί (track-at-once για CD δεδομένων ή Disc-at-Οnce για CD μουσικής) ή τμηματικά σε sessions. Σε ένα δίσκο CD-R μπορούμε να έχουμε μέχρι 99 sessions (όσα δηλαδή και τα tracks). Όλες οι σύγχρονες μονάδες CD μπορούν να διαβάσουν τα διαφορετικά sessions, υποστηρίζουν δηλαδή  ανάγνωση multisession. Επίσης μπορούν να διαβάσουν και δίσκους CD που δεν έχουν περάσει την τελική διαδικασία (finalised) όπου γράφονται τα στοιχεία στα «περιεχόμενα» (table of contents).
Αν υπάρχει η ανάγκη της μέγιστης δυνατής συμβατότητας με συσκευές μουσικής, τα CD μουσικής πρέπει να γραφτούν σαν ένα session και ακόμα να υποστούν την διαδικασία «κλεισίματος του δίσκου» όπου γράφονται τα περιεχόμενα γιατί στην διαδικασία Disc-at-Once η ακτίνα laser δεν σβήνει μεταξύ των τραγουδιών και έτσι δεν τοποθετείται πρόσθετο κενό ή κάποιο ενοχλητικό κλικ.
Το Orange Book Part IΙΙ παρουσιάστηκε το 1995 και περιλαμβάνει την προδιαγραφή του επανεγγράψιμου CD (CD-RW, CD-ReWritable. Εδώ υποστηρίζεται ακόμα και η διαγραφή των δεδομένων έτσι ώστε να έχουμε ένα πραγματικά επανεγγράψιμο CD.
Μετά την εποχή του τόσο σημαντικού Πορτοκαλί Βιβλίου προδιαγραφών ακολούθησαν οι Υβριδικοί Δίσκοι (Hybrid Disc) που περιέχουν δύο είδη περιοχών: Η πρώτη είναι ήδη γραμμένη και η δεύτερη μπορεί να γραφτεί σε ένα ή περισσότερα sessions. Η προδιαγραφή αυτή είναι βασισμένη στο Πορτοκαλί Βιβλίο με στοιχεία από το Πράσινο Βιβλίο και γιαυτό παίρνει διαφορετικό όνομα. Το Λευκό Βιβλίο (White Book) ουσιαστικά περιγράφει την λειτουργία του συνδυασμού ψηφιακού κινουμένου βίντεο (FMV, Full Motion Video) και ήχου στο CD. Δεν περπάτησε φυσικά γιατί στο μεταξύ ήλθε το DVD. Αναφέρεται επίσης και σαν Karaoke-CD γιατί αρχικά χρησιμοποιήθηκε για εφαρμογές karaoke.
Ακόμα μαζί μας;
Η έλευση των μνημών USB, του High-Resolution Audio αλλά του ηλεκτρονικού τρόπου διάδοσης, αγοράς, αποθήκευσης και ροής της μουσικής μέσω υπηρεσιών όπως οι Spotify και iTunes και των απανταχού συσκευών DLNA έχουν φέρει τα πάνω κάτω στις πωλήσεις των CD μουσικής. Αν και είναι ένα από τα πιο αειθαλή μέσα, η χρησιμότητα και η χρηστικότητα του CD έχει μειωθεί πλέον στο ελάχιστο. Μπορεί το CD να είναι το σημείο αναφοράς, αλλά από φυσικά μέσα το DVD και το Blu-ray ξεπερνούν σε ποιότητα και χαρακτηριστικά τον «παππού» των οπτικών μέσων τόσο στα πρεσαριστά όσο και στα εγγράψιμα δισκάκια. Δεν είναι απίθανο να προλάβουμε (μόλις) να γιορτάσουμε τα 35 χρόνια του CD πριν αυτό εκλείψει τελείως σαν φυσικό μέσο ή περιοριστεί ακόμα περισσότερο σε ειδικές «εορταστικές» εκδόσεις. Τα μπιτάκια κυκλοφορούν στο σύννεφο και σε σκληρούς δίσκους και μνήμες και όχι σε γυαλιστερά δισκάκια.